- ὀχεύουσι
- ὀχεύωcoverpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ὀχεύωcoverpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PERDIX — I. PERDIX Daedali nepos. quem, cum serrae usum primus reperisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt perisset, a patruo invidiâ percito ab excelsa quâdam turri ferunt praecipitatum, deorumque misericordiâ in avem sui nominis… … Hofmann J. Lexicon universale
παραπίπτω — ΝΜΑ πέφτω παράμερα, παραπέφτω, χάνομαι («ἡ ἀκολουθία τοῡ ἁγίου... παραπεσοῡσα οὐχ εὑρίσκετο», Ευστ.) μσν. αρχ. αμαρτάνω αρχ. 1. πέφτω κοντά ή δίπλα σε κάποιον ή σε κάτι («ἐγγὺς δὲ τῶν τειχῶν τὸ σῶμα... παραπεπτωκός», Πλούτ.) 2. έρχομαι… … Dictionary of Greek
πρόειμι — (I) Α [εἶμι] 1. προχωρώ, πορεύομαι προς τα εμπρός («κατὰ βραχὺ προϊὼν καὶ κείρων ἅμα τὴν γῆν», Θουκ.) 2. (για χρόνο) παρέρχομαι, περνώ («προϊόντος... τοῡ χρόνου», Ηρόδ.) 3. (για αναγνώστη ή ομιλητή) εξακολουθώ, συνεχίζω («προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων» … Dictionary of Greek
τετράμηνος — η, ο / τετράμηνος, ον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετράμεινος, ον, Α 1. αυτός που έχει διάρκεια τεσσάρων μηνών («τετράμηνη προθεσμία») 2. αυτός που έχει ηλικία τεσσάρων μηνών («ὗες ὀχεύονται μὲν καὶ ὀχεύουσι τετράμηνοι», Αριστοτ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek